αγηνωρ

αγηνωρ
    ἀγήνωρ
    дор. ἀγάνωρ -ορος (ᾰγᾱ) adj. m
    1) мужественный, отважный; неукротимый
    

(θυμός Hom., Hes.; ἵππος Pind.; μέδων στρατοῦ Aesch.)

    2) великолепный, пышный
    

(πλοῦτος, κόμπος Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγηνωρ" в других словарях:

  • Ἀγήνωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνωρ — manly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Αστεριάδης, Αγήνωρ — (Λάρισα 1898 – Αθήνα 1977).Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. H καλλιτεχνική του δραστηριότητα καλύπτει μισό αιώνα δημιουργίας και επικοινωνίας με το κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. To 1937 βραβεύτηκε στο Παρίσι… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγήνορα — Ἀγήνωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνορα — ἀγήνωρ manly masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήνορας — Ἀγήνωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνορας — ἀγήνωρ manly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήνορες — Ἀγήνωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήνορες — ἀγήνωρ manly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήνορι — Ἀγήνωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»